- κραμβοφάγος
- κραμβο-φάγος [φᾰ], ον,A Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραμβοφάγος — κραμβοφάγος, ον (Α) (για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. χορτο φάγος, ωμο φάγος] … Dictionary of Greek
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κραμβοφαγώ — κραμβοφαγῶ, έω (Μ) [κραμβοφάγος] τρώγω κράμβες … Dictionary of Greek